- ζῶγρος
- ζῶγροςcagemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζώγρος — ζῶγρος, ὁ (Α) κλουβί. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ζωγρείον] … Dictionary of Greek
ζῶγρον — ζῶγρος cage masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώγροις — ζῶγρος cage masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώγρῳ — ζῶγρος cage masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)